τρίκοκκος

τρίκοκκος
-η, -ο / τρίκοκκος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις κόκκους
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκοκκο(ν)
είδος μούσμουλου
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ τρίκοκκος
α) είδος μούσμουλου
β) το φυτό ηλιοτρόπιο το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + κόκκος «σπυρί» (πρβλ. δί-κοκκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρίκοκκον — τρίκοκκος with three grains masc/fem acc sg τρίκοκκος with three grains neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικόκκου — τρίκοκκος with three grains masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίκοκκα — τρίκοκκος with three grains neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …   Dictionary of Greek

  • τρίκοκκο — το / τρίκοκκον, ΝΑ βλ. τρίκοκκος …   Dictionary of Greek

  • τρικόκκια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.) του νομού Γρεβενών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (69 τ. χλμ.) στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, η Άνοιξη (υψόμ. 550 μ.) και το Τριφύλλι (υψόμ. 470 μ.). * * * τὰ, Α [τρίκοκκος] ονομασία τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”